ολιγαρκής
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | ολιγαρκής | ολιγαρκής | ολιγαρκές |
γενική | ολιγαρκούς | ολιγαρκούς | ολιγαρκούς |
αιτιατική | ολιγαρκή | ολιγαρκή | ολιγαρκές |
κλητική | ολιγαρκή(ής) | ολιγαρκής | ολιγαρκές |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | ολιγαρκείς | ολιγαρκείς | ολιγαρκή |
γενική | ολιγαρκών | ολιγαρκών | ολιγαρκών |
αιτιατική | ολιγαρκείς | ολιγαρκείς | ολιγαρκή |
κλητική | ολιγαρκείς | ολιγαρκείς | ολιγαρκή |
Ετυμολογία
ολιγαρκής < ελληνιστική κοινή ὀλιγαρκής
Επίθετο
ολιγαρκής -ής -ές
που αρκείται σε πολύ λίγα αναγκαία, που δεν έχει ανάγκη από πληθώρα αγαθών ή πολυτέλεια
είναι ολιγαρκής άνθρωπος, μπορεί να ζήσει μόνο με ψωμί και νερό
Συγγενικές λέξεις
ολιγάρκεια
Μεταφράσεις
ολιγαρκής
γαλλικά : frugal (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License