οφθαλμαπάτη
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οφθαλμαπάτη | οι | οφθαλμαπάτες |
γενική | της | οφθαλμαπάτης | — | |
αιτιατική | την | οφθαλμαπάτη | τις | οφθαλμαπάτες |
κλητική | οφθαλμαπάτη | οφθαλμαπάτες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
οφθαλμαπάτη < οφθαλμός + -ο- + απάτη ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική optical illusion)
Ουσιαστικό
οφθαλμαπάτη θηλυκό
η κατάσταση κατά την οποία κάποιος νομίζει ότι βλέπει πράγματα ανύπαρκτα ή αντιλαμβάνεται με διαφορετικό ή αλλοιωμένο τρόπο πράγματα υπαρκτά
Υπώνυμα
αντικατοπτρισμός
διάθλαση
Συγγενικές λέξεις
→ δείτε τις λέξεις οφθαλμός και απάτη
Μεταφράσεις
οφθαλμαπάτη
αγγλικά : mirage (en), optical (en) illusion (en)
γαλλικά : illusion d'optique (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License