ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο



οφείλω

Ελληνικά

Ετυμολογία

οφείλω < (λόγιο) αρχαία ελληνική ὀφείλω[1]

Ρήμα

οφείλω, χωρίς συνοπτικούς χρόνους, παθ. φωνή: οφείλομαι

χρωστώ (χρηματικό ποσό για κάτι που έχω αγοράσει ή ποσό που έχω δανειστεί)

Τι σας οφείλω; (συνηθισμένη έκφραση για να ρωτήσουμε την τιμή ενός προϊόντος που αγοράσαμε ή την αμοιβή ενός τεχνίτη κλπ)

χρωστώ (αναγνωρίζοντας ευεργεσία που έχω δεχτεί)

στους γονείς μου οφείλω το ζην και στους δασκάλους μου το ευ ζην

έχω ηθική υποχρέωση να κάνω κάτι

οφείλω να παραδεχτώ ότι είχα άδικο προηγουμένως

Συγγενικές λέξεις

οφειλέσιο
οφειλέτης
οφειλή
οφείλημα

Κλίση

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. οφείλω όφειλα θα οφείλω να οφείλω οφείλοντας
β' ενικ. οφείλεις όφειλες θα οφείλεις να οφείλεις όφειλε
γ' ενικ. οφείλει όφειλε θα οφείλει να οφείλει
α' πληθ. οφείλουμε οφείλαμε θα οφείλουμε να οφείλουμε
β' πληθ. οφείλετε οφείλατε θα οφείλετε να οφείλετε οφείλετε
γ' πληθ. οφείλουν(ε) όφειλαν
οφείλαν(ε)
θα οφείλουν(ε) να οφείλουν(ε)

Μεταφράσεις
οφείλω

αγγλικά : owe (en)
γαλλικά : devoir (fr)
παλαιά γαλλικά : devoir
γερμανικά : schulden (de), müssen (de)

Αναφορές

οφείλω στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License