ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο



οφειλέτης

Ελληνικά
Ετυμολογία

οφειλέτης < →

Ουσιαστικό

οφειλέτης

αυτός που έχει μια υποχρέωση έναντι ενός δανειστή

Συνώνυμα

χρεωστής
χρεοφειλέτης

Συγγενικές λέξεις

οφείλω
οφειλή
οφειλόμενος

Μεταφράσεις
οφειλέτης

αγγλικά : debtor (en)
γαλλικά : débiteur (fr)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License