ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


οχετός

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οχετός οι οχετοί
      γενική του οχετού των οχετών
    αιτιατική τον οχετό τους οχετούς
     κλητική οχετέ οχετοί
Παράρτημα

Ετυμολογία

οχετός < αρχαία ελληνική ὀχετός

Προφορά

ΔΦΑ : /ɔ.çɛ.ˈtɔs/

Ουσιαστικό

οχετός αρσενικό

(γενικότερα) αγωγός, κυρίως κάτω από το έδαφος, που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά βρώμικου νερού

≈ συνώνυμα: υπόνομος

(μεταφορικά‑μειωτικό) πλήθος αθυροστομιών

Μεταφράσεις
οχετός

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License