ωβόν
Ελληνικά
Ετυμολογία
ωβόν < ωόν
Ουσιαστικό
ωβόν αρσενικό
(ποντιακά) αυγό
Με τ’ ωβόν εβούλωσά το, με τ’ ωβόν θ’ ανοίγ’ ατο (αφορά την αρχή και το τέλος της νηστείας με αυγό: Με το αυγό το βούλωσα, με το αυγό θα το ανοίξω)
Το καλόν το πουλίν ασ' ωβόν' απες τζιβύζ (το καλό το πουλί από το αυγό του τιτιβίζει)
Εσύ είσαι το χοντρόν της κοσσάρας τ' ωβόν (εσύ είσαι το χοντρό της κότας το αυγό = τα θέλεις όλα δικά σου)
Μεταφράσεις
ωβόν
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License