ωτοσκοπώ
Ελληνικά
Ετυμολογία
ωτοσκοπώ < ους, γενική ωτός + σκοπώ
Ρήμα
ωτοσκοπώ
εξετάζω το αφτί με ένα ωτοσκόπιο
Μεταφράσεις
ωτοσκοπώ
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License