ωτολογικός
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | ωτολογικός | ωτολογική | ωτολογικό |
γενική | ωτολογικού | ωτολογικής | ωτολογικού |
αιτιατική | ωτολογικό | ωτολογική | ωτολογικό |
κλητική | ωτολογικέ | ωτολογική | ωτολογικό |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | ωτολογικοί | ωτολογικές | ωτολογικά |
γενική | ωτολογικών | ωτολογικών | ωτολογικών |
αιτιατική | ωτολογικούς | ωτολογικές | ωτολογικά |
κλητική | ωτολογικοί | ωτολογικές | ωτολογικά |
Ετυμολογία
ωτολογικός < ωτολογία
Επίθετο
ωτολογικός, -ή, -ό
που αναφέρεται στην ωτολογία ως επιστήμη
που σχετίζεται με πρόβλημα των αυτιών
Μεταφράσεις
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License