ωθώ
Ελληνικά
Ετυμολογία
ωθώ < ὠθέω / ὠθῶ < ἔθω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swe-dʰh₁- < *swé (ἴδιος) + *dʰeh₁- (τίθημι)
Προφορά
ΔΦΑ : /ɔ.ˈθɔ/
Ρήμα
ωθώ (παθητική φωνή: ωθούμαι)
αποκινώ, απομακρύνω, σπρώχνω, σκουντώ
παρακινώ, προτρέπω
Συγγενικές λέξεις
αεριώθηση
αντώθηση
αντώσμωση
απωθημένο
απωθημένος
απώθηση
απωθητικά
απωθητικός
απωθώ
αυτοπροώθηση
εντομοαπωθητικό
εντομοαπωθητικός
εξώθηση
εξωθώ
έξωση
συνωθούμαι
συνωστισμός
παρώθηση
προώθηση
προωθητής
προωθητικός
προωθώ
πρόωση
ώθηση
ωθητής
ώση
ωθητικός
ώσμωση
ωσμωτικός
ωσμωτικότητα
ωστικός
Συνώνυμα
σπρώχνω, σκουντώ
προτρέπω, παροτρύνω
επισπεύδω
Αντώνυμα
έλκω
τραβώ
σύρω (προς το μέρος μου)
εμποδίζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
|
|||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
απαρέμφατο (αόριστος) |
|
||||||
μετοχή (ενεστώτας) |
|
||||||
|
|||||||
πρόσωπο | ενικός | πληθυντικός | |||||
πρώτο | δεύτερο | τρίτο | πρώτο | δεύτερο | τρίτο | ||
οριστική | εγώ | εσύ | αυτός | εμείς | εσείς | αυτοί | |
μονολεκτικοί χρόνοι |
ενεστώτας | ωθώ | ωθείς | ωθεί | ωθούμε | ωθείτε | ωθούν |
παρατατικός | ωθούσα | ωθούσες | ωθούσε | ωθούσαμε | ωθούσατε | ωθούσαν | |
αόριστος | ώθησα | ώθησες | ώθησε | ωθήσαμε | ωθήσατε | ώθησαν
|
|
περιφραστικοί χρόνοι |
εξακολουθητικός μέλλοντας |
θα ωθώ | θα ωθείς | θα ωθεί | θα ωθούμε | θα ωθείτε | θα ωθούν |
στιγμιαίος μέλλοντας |
θα ωθήσω | θα ωθήσεις | θα ωθήσει | θα ωθήσουμε | θα ωθήσετε | θα ωθήσουν | |
παρακείμενος α' | έχω ωθήσει | έχεις ωθήσει | έχει ωθήσει | έχουμε ωθήσει | έχετε ωθήσει | έχουν ωθήσει | |
παρακείμενος β' | - | - | - | - | - | - | |
υπερσυντέλικος α' | είχα ωθήσει | είχες ωθήσει | είχε ωθήσει | είχαμε ωθήσει | είχατε ωθήσει | είχαν ωθήσει | |
υπερσυντέλικος β' | - | - | - | - | - | - | |
συντελεσμένος μέλλοντας α' |
θα έχω ωθήσει | θα έχεις ωθήσει | θα έχει ωθήσει | θα έχουμε ωθήσει | θα έχετε ωθήσει | θα έχουν ωθήσει | |
συντελεσμένος μέλλοντας β' |
- | - | - | - | - | - | |
υποτακτική | εγώ | εσύ | αυτός | εμείς | εσείς | αυτοί | |
περιφραστικοί χρόνοι |
ενεστώτας | να ωθώ | να ωθείς | να ωθεί | να ωθούμε | να ωθείτε | να ωθούν |
αόριστος | να ωθήσω | να ωθήσεις | να ωθήσει | να ωθήσουμε | να ωθήσετε | να ωθήσουν | |
παρακείμενος α' | να έχω ωθήσει | να έχεις ωθήσει | να έχει ωθήσει | να έχουμε ωθήσει | να έχετε ωθήσει | να έχουν ωθήσει | |
παρακείμενος β' | - | - | - | - | - | - | |
προστακτική | - | (εσύ) | - | - | (εσείς) | - | |
μονολεκτικοί χρόνοι |
ενεστώτας | ώθει | ωθείτε | ||||
αόριστος | ώθησε | ωθήστε |
Μεταφράσεις
ωθώ
αγγλικά : push (en), propel (en)
γαλλικά : pousser (fr) Ωθήσατε (σε μια πόρτα) = Poussez
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License