ωθητικός
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | ωθητικός | ωθητική | ωθητικό |
γενική | ωθητικού | ωθητικής | ωθητικού |
αιτιατική | ωθητικό | ωθητική | ωθητικό |
κλητική | ωθητικέ | ωθητική | ωθητικό |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | ωθητικοί | ωθητικές | ωθητικά |
γενική | ωθητικών | ωθητικών | ωθητικών |
αιτιατική | ωθητικούς | ωθητικές | ωθητικά |
κλητική | ωθητικοί | ωθητικές | ωθητικά |
Ετυμολογία
ωθητικός < ωθώ
Επίθετο
ωθητικός, -ή, -ό
σχετικός με μια ώθηση, ωστικός
Αντώνυμα
απωθητικός
Συγγενικές λέξεις
ώθηση
Σύνθετα
προωθητικός
Μεταφράσεις
ωθητικός
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License