ωστόσο
Ελληνικά
Ετυμολογία
ωστόσο < ως + τόσο
Σύνδεσμος
ωστόσο
(αντιθετικός παρατακτικός σύνδεσμος) χρησιμοποιείται για να εισάγει μία πρόταση στην οποία εκφράζεται ελαφρά αντίθεση, αντιρρήσεις ή επιφυλάξεις σε κάτι που ειπώθηκε προηγουμένως
Συνώνυμα
όμως, εντούτοις
Σημειώσεις
Συνήθως, όχι όμως πάντα, τίθεται στην αρχή περιόδου ή ημιπεριόδου ή στο τέλος της.
Μεταφράσεις
ωστόσο
αγγλικά : however (en), still (en), though (en), yet (en)
γαλλικά : cependant (fr)
ισπανικά : sin embargo (es)
πορτογαλικά : no entanto (pt)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License