Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
ώσπου < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὥσπου < φράση ἕως ὅπου [1]
Σύνδεσμος
ώσπου
(χρονικός) εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις που δηλώνουν το τέλος της χρονικής περιόδου μέσα στην οποία συντελέστηκε ή αναμένεται να ολοκληρωθεί η ενέργεια του ρήματος της κύριας
↪ θα έχω έρθει ώσπου να πεις κίμινο
↪ γκρίνιαζε χρόνια ολόκληρα, ώσπου μια μέρα ο άλλος αγανάκτησε και την παράτησε
↪ περίμενε πολύ, ώσπου βαρέθηκε πια και έφυγε
Συνώνυμα
μέχρι (+ να)
μέχρι που
έως ότου
Μεταφράσεις
ώσπου
[ απόκρυψη ]
αγγλικά : until (en)
Αναφορές
ώσπου - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License