ωσότου
Ελληνικά
Ετυμολογία
ωσότου < ελληνιστική κοινή ἕως ὅτου
Σύνδεσμος
ωσότου Χρονικός σύνδεσμος
εισάγει δευτερεύουσα χρονική πρόταση που δηλώνει το χρόνο κατά τον οποίο παύει να συμβαίνει αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση
η μάνα έκατσε στο προσκέφαλο του παιδιού της, ωσότου το πήρε ο ύπνος
≈ συνώνυμα: έως ότου, ώσπου, μέχρις ότου, μέχρι που, μέχρι να
Μεταφράσεις
ωσότου
αγγλικά : until (en)
γαλλικά : jusqu'à (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License