ὠνέομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Αρχικοί Χρόνοι | Αποθετικό |
---|---|
Ενεστώτας | ὠνέομαι- ὠνοῦμαι |
Παρατατικός | ἐωνούμην |
Μέλλοντας | ὠνήσομαι και ὠνηθήσομαι |
Αόριστος | ἐπριάμην και ἐωνησάμην και ὠνησάμην παθητικός ἐωνήθην |
Παρακείμενος | ἐώνημαι (από το FεFώνημαι) |
Υπερσυντέλικος | ἐωνήμην και ἐωνημένος ην |
Παρατηρήσεις | συλλαβική αύξηση λόγω του Fωνε της αρχικής ρίζας |
Ετυμολογία
ὠνέομαι < θέμα ϝωνε- συγγενές του ὦνος (τιμή αγοράς) και ο μέσος αόριστος α΄από θέμα πρια- από υποθετικό ενεστώτα ρήματος πρίαμαι που θεωρείται ότι κάποτε υπήρξε, συγγενές των πέρνημι και περάω, πιπράσκω (αγοράζω)
Ρήμα
ὠνέομαι και συνηρημένο ὠνοῦμαι
(αποθετικό) αγοράζω
διαπραγματεύομαι, παζαρεύω
νοικιάζω φόρους ή δασμούς
εξαγοράζω τη σιωπή κάποιου
εξαγοράζω εύνοια, δωροδοκώ
διαφθείρω
σπάνια παθητικό: εξαγοράζομαι
Παράγωγες λέξεις
ὠνητής
ὠνητός (αγορασμένος ή που μπορεί να αγοραστεί ή εξαγοραστεί)
ὠνητέος (που πρέπει να τον αγοράσει κάποιος)
ὤνησις
ὠνή (αγορά)
ὤνιος,α,ον και ος,ος,ον (αγοραστός ή προς αγορά, πώληση, δωροδοκούμενος, εξαγοράσιμος)
Συγγενικές λέξεις
τελώνης
ἱππώνης
ἀργυρώνητος
ὀψώνιον
Συνώνυμα
ὀψονέω
Αντώνυμα
πιπράσκω
πωλώ
Σύνθετα
συνωνοῦμαι (αγοράζω μαζί)
ἀντωνοῦμαι (αγοράζω προς αντικατάσταση εκείνου που πούλησα)
ἐξωνοῦμαι (εξαγοράζω)
Κλίση του αορίστου κατά τα εις -μι
|
||||
---|---|---|---|---|
προσωπικές εγκλίσεις |
οριστική | υποτακτική | ευκτική | προστακτική |
ἐγώ |
|
|
|
|
σύ |
|
|
|
|
οὖτος |
|
|
|
|
ἡμεῖς |
|
|
|
|
ὑμεῖς |
|
|
|
|
οὗτοι |
|
|
|
|
ονοματικοί τύποι |
απαρέμφατο | μετοχή | ||
|
|
|
|
λατινικά: venum (la) ωνή, αγορά
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License