ων
Ελληνικά
Ετυμολογία
ων < αρχαία ελληνική ὤν, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος εἰμί
Μετοχή
ων, ούσα, ον (γεν. όντος, ούσας / ούσης, όντος)
(λόγιο) που είμαι, όντας
Μεταφράσεις
ων
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License