ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ωμοβόρος

Ελληνικά

Ετυμολογία

ωμοβόρος < ελληνιστική κοινή ὠμοβόρος < ὠμός + βορά (< βιβρώσκω)

Επίθετο

ωμοβόρος, -ος, -ο

(λόγιο) που τρώει ωμά κρέατα

Συνώνυμα

ωμοφάγος

Μεταφράσεις
ωμοβόρος

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License