ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ωκυτόκος

Ελληνικά

πτώση ενικός
ονομαστική ωκυτόκος ωκυτόκο(ν)
γενική ωκυτόκου ωκυτόκου
αιτιατική ωκυτόκο ωκυτόκο
κλητική ωκυτόκε ωκυτόκο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική ωκυτόκοι ωκυτόκα
γενική ωκυτόκων ωκυτόκων
αιτιατική ωκυτόκους ωκυτόκα
κλητική ωκυτόκοι ωκυτόκα

Ετυμολογία

ωκυτόκος < αρχαία ελληνική ὠκυτόκος < ὠκύς + τίκτω

Επίθετο

ωκυτόκος,ος,ο

που γεννά γρήγορα, εύκολα

Δείτε επίσης

ωκυτόκιος (που βοηθά στη γρήγορη γέννα)

Μεταφράσεις
ωκυτόκος
Precipitous labor

αγγλικά : eutokia (en), having a precipitous labor (en)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License