.
Ετυμολογία
ωκύπτερος < αρχαία ελληνική ὠκύπτερος
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | ωκύπτερος | ωκύπτερη | ωκύπτερο |
γενική | ωκύπτερου | ωκύπτερης | ωκύπτερου |
αιτιατική | ωκύπτερο | ωκύπτερη | ωκύπτερο |
κλητική | ωκύπτερε | ωκύπτερη | ωκύπτερο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | ωκύπτεροι | ωκύπτερες | ωκύπτερα |
γενική | ωκύπτερων | ωκύπτερων | ωκύπτερων |
αιτιατική | ωκύπτερους | ωκύπτερες | ωκύπτερα |
κλητική | ωκύπτεροι | ωκύπτερες | ωκύπτερα |
Επίθετο
ωκύπτερος, -η, -ο
(λόγιο) που πετά γρήγορα
Συνώνυμα
γοργόφτερος
Μεταφράσεις
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.