ωφέλιμος
Δείτε επίσης : ὠφέλιμος
Ελληνικά (el)
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | ωφέλιμος | ωφέλιμη | ωφέλιμο |
γενική | ωφέλιμου | ωφέλιμης | ωφέλιμου |
αιτιατική | ωφέλιμο | ωφέλιμη | ωφέλιμο |
κλητική | ωφέλιμε | ωφέλιμη | ωφέλιμο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | ωφέλιμοι | ωφέλιμες | ωφέλιμα |
γενική | ωφέλιμων | ωφέλιμων | ωφέλιμων |
αιτιατική | ωφέλιμους | ωφέλιμες | ωφέλιμα |
κλητική | ωφέλιμοι | ωφέλιμες | ωφέλιμα |
Ετυμολογία
ωφέλιμος < αρχαία ελληνική ὠφέλιμος
Προφορά
ΔΦΑ : /ɔˈfɛ.li.mɔs/
συλλαβισμός : ω‐φέ‐λι‐μος
Επίθετο
ωφέλιμος, -η, -ο
που ωφελεί, που φέρει ωφέλεια
※Σ’ ό,τι δουλειά με βάλουν θα πασχίσω / να είμαι στην χώρα ωφέλιμος. Αυτή είν’ η πρόθεσίς μου. / Αν πάλι μ’ εμποδίσουνε με τα συστήματά τους— / τους ξέρουμε τους προκομένους: να τα λέμε τώρα; / αν μ’ εμποδίσουνε, τι φταίω εγώ. (Κωνσταντίνος Καβάφης, Ας φρόντιζαν, 1930)
Συνώνυμα
επωφελής
χρήσιμος
ευεργετικός
Αντώνυμα
ανώφελος
βλαβερός
βλαπτικός
Συγγενικές λέξεις
→ δείτε τη λέξη ωφελώ
Μεταφράσεις
ωφέλιμος
αγγλικά : beneficial (en), μεταφορικά: profitable (en)
γαλλικά : profitable (fr), bénéfique (fr), bienfaisant (fr), salutaire (fr),favorable (fr)
πολωνικά : pożyteczny (pl), korzystny (pl)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License