ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ωφέλημα

Ελληνικά


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ωφέλημα τα ωφελήματα
      γενική του ωφελήματος των ωφελημάτων
    αιτιατική το ωφέλημα τα ωφελήματα
     κλητική ωφέλημα ωφελήματα
Παράρτημα

Ετυμολογία

ωφέλημα < αρχαία ελληνική ὠφέλημα < ὠφελῶ

Ουσιαστικό

ωφέλημα ουδέτερο

το όφελος, το κέρδος

Μεταφράσεις
ωφέλημα

αγγλικά : benefit (en), advantage (en), profit (en)
γαλλικά : gain (fr), profit (fr)
ιταλικά : costrutto (it), interesse (it)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License