Αρχαία ελληνικά (grc)
προσχέδιο λήμματος: μπορείτε να βοηθήσετε επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
ὠδίνω < ὠδίς (γενική ὠδίν(ος) + πρόσφυμα jω)
Ρήμα
ὠδίνω
γεννώ, έχω πόνους τοκετού
Ρηματικοί τύποι
δόκιμο μόνον σε τύπους του ενεστώτα, μεταγενέστεροι όλοι οι υπόλοιποι:
παρατατικός ὤδινον, μέλλων ὠδινῶ και ὠδινήσω, αόριστος ὤδινα ὠδίνησα
μέσος αόριστος ὠδινησάμην παθ. αόριστος ὠδινήθην
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License