ωχροπρόσωπος
Ελληνικά
Ετυμολογία
ωχροπρόσωπος < ωχρός + πρόσωπον
Επίθετο
ωχροπρόσωπος, -η, -ο
που έχει ωχρό πρόσωπο
Συνώνυμα
κιτρινιάρης
Μεταφράσεις
ωχροπρόσωπος
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License