ωχ
Ελληνικά
ωχ < (ηχομιμητική λέξη) (από τον ήχο του αναστεναγμού)
Επιφώνημα
ωχ
χρησιμοποιείται για να δηλωθεί πόνος (σωματικός ή ψυχικός), στενοχώρια, δυσφορία κ.λπ.
Ωχ, το κεφάλι μου!
Άλλες μορφές
οχ
Συγγενικές λέξεις
ωχαδερφισμός
Μεταφράσεις
ωχ
αγγλικά : ouch (en), ow (en), yikes (en), για σφάλμα ή πρόβλημα: duh (en)
γαλλικά : ouille (fr)
γερμανικά : au (de)
εσπεράντο : uj (eo)
ισπανικά : ay (es)
πολωνικά : och (pl)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License