ωαγωγικός
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | ωαγωγικός | ωαγωγική | ωαγωγικό |
γενική | ωαγωγικού | ωαγωγικής | ωαγωγικού |
αιτιατική | ωαγωγικό | ωαγωγική | ωαγωγικό |
κλητική | ωαγωγικέ | ωαγωγική | ωαγωγικό |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | ωαγωγικοί | ωαγωγικές | ωαγωγικά |
γενική | ωαγωγικών | ωαγωγικών | ωαγωγικών |
αιτιατική | ωαγωγικούς | ωαγωγικές | ωαγωγικά |
κλητική | ωαγωγικοί | ωαγωγικές | ωαγωγικά |
Ετυμολογία
ωαγωγικός < ωαγωγός
Επίθετο
ωαγωγικός, -ή, -ό
σχετικός με τον ωαγωγό
Μεταφράσεις
ωαγωγικός
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License