ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


νύσταγμα

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νύσταγμα τα νυστάγματα
      γενική του νυστάγματος των νυσταγμάτων
    αιτιατική το νύσταγμα τα νυστάγματα
     κλητική νύσταγμα νυστάγματα
Παράρτημα

Ετυμολογία

νύσταγμα < ελληνιστική κοινή νύσταγμα

Ουσιαστικό

νύσταγμα ουδέτερο

η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του νυστάζω

≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη νύστα

(σπάνιο) άλλη μορφή του νυσταγμός

Μεταφράσεις
νύσταγμα

→ δείτε τις λέξεις νύστα και νυσταγμός

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License