νυμφομανής
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | νυμφομανής | νυμφομανής | νυμφομανές |
γενική | νυμφομανούς | νυμφομανούς | νυμφομανούς |
αιτιατική | νυμφομανή | νυμφομανή | νυμφομανές |
κλητική | νυμφομανή(ής) | νυμφομανής | νυμφομανές |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | νυμφομανείς | νυμφομανείς | νυμφομανή |
γενική | νυμφομανών | νυμφομανών | νυμφομανών |
αιτιατική | νυμφομανείς | νυμφομανείς | νυμφομανή |
κλητική | νυμφομανείς | νυμφομανείς | νυμφομανή |
Ετυμολογία
νυμφομανής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική nymphomane < νύμφη + μαν- (μαίνομαι, μανία)
Επίθετο
νυμφομανής, -ής, -ές
συνήθως γυναίκα, που επιδιώκει τη σύναψη πολλών σεξουαλικών επαφών με τον ίδιο ή διαφορετικούς συντρόφους
Μεταφράσεις
νυμφομανής
Ουσιαστικό
νυμφομανής αρσενικό ή θηλυκό
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
νυμφομανής
γαλλικά : nymphomane (fr), satyriasis (fr)
γερμανικά : Nymphomanin (de),
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License