νωθρός
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | νωθρός | νωθρή | νωθρό |
γενική | νωθρού | νωθρής | νωθρού |
αιτιατική | νωθρό | νωθρή | νωθρό |
κλητική | νωθρέ | νωθρή | νωθρό |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | νωθροί | νωθρές | νωθρά |
γενική | νωθρών | νωθρών | νωθρών |
αιτιατική | νωθρούς | νωθρές | νωθρά |
κλητική | νωθροί | νωθρές | νωθρά |
Ετυμολογία
νωθρός < αρχαία ελληνική νωθής
Προφορά
ΔΦΑ : /nɔ.ˈθɾɔs/ αρσενικό
ΔΦΑ : /nɔ.ˈθɾi/ θηλυκό
ΔΦΑ : /nɔ.ˈθɾɔ/ ουδέτερο
Επίθετο
νωθρός, -ή, -ό
που κινείται αργά και τεμπέλικα
που αποφεύγει περίπλοκους συλλογισμούς
Συνώνυμα
άπραγος
αραχτός
αργοκίνητος
βαρεμένος
βαριεστημένος
εφησυχασμένος
μαλθακός
μούχλας
οκνηρός
οκνός
ομφαλοσκόπος
τεμπέλης
Συγγενικές λέξεις
νωθρά
νωθρότητα
Μεταφράσεις
νωθρός
αγγλικά : listless (en), languorous (en), lethargic (en), languid (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License