νοστιμάδα
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νοστιμάδα | οι | νοστιμάδες |
γενική | της | νοστιμάδας | των | νοστιμάδων |
αιτιατική | τη | νοστιμάδα | τις | νοστιμάδες |
κλητική | νοστιμάδα | νοστιμάδες | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
νοστιμάδα < μεσαιωνική ελληνική νοστιμάδα < νόστιμος + -άδα < αρχαία ελληνική νόστιμος < νόστος < νέομαι < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *nes-
Ουσιαστικό
νοστιμάδα θηλυκό
(κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η νοστιμιά
Συγγενικές λέξεις
→ δείτε τη λέξη νόστος
Μεταφράσεις
νοστιμάδα
→ δείτε τη λέξη νοστιμιά
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License