ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


νοσταλγώ

Ελληνικά (el)
Ετυμολογία

νοσταλγώ < νοσταλγία + -ώ (αναδρομικός σχηματισμός)

Ρήμα

νοσταλγώ

νιώθω νοσταλγία, δηλαδή ψυχικό πόνο και γλυκόπικρα συναισθήματα που προκαλούνται από την ανικανοποίητη εισέτι λαχτάρα του γυρισμού στην πατρίδα, σε κάποιον αγαπημένο τόπο ή σε ευχάριστες καταστάσεις που ζήσαμε στην παιδική ηλικία

Συγγενικές λέξεις

→ δείτε τη λέξη νοσταλγία

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. νοσταλγώ νοσταλγούσα θα νοσταλγώ να νοσταλγώ νοσταλγώντας
β' ενικ. νοσταλγείς νοσταλγούσες θα νοσταλγείς να νοσταλγείς (νοστάλγει)
γ' ενικ. νοσταλγεί νοσταλγούσε θα νοσταλγεί να νοσταλγεί
α' πληθ. νοσταλγούμε νοσταλγούσαμε θα νοσταλγούμε να νοσταλγούμε
β' πληθ. νοσταλγείτε νοσταλγούσατε θα νοσταλγείτε να νοσταλγείτε νοσταλγείτε
γ' πληθ. νοσταλγούν(ε) νοσταλγούσαν(ε) θα νοσταλγούν(ε) να νοσταλγούν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. νοστάλγησα θα νοσταλγήσω να νοσταλγήσω νοσταλγήσει
β' ενικ. νοστάλγησες θα νοσταλγήσεις να νοσταλγήσεις νοστάλγησε
γ' ενικ. νοστάλγησε θα νοσταλγήσει να νοσταλγήσει
α' πληθ. νοσταλγήσαμε θα νοσταλγήσουμε να νοσταλγήσουμε
β' πληθ. νοσταλγήσατε θα νοσταλγήσετε να νοσταλγήσετε νοσταλγήστε
γ' πληθ. νοστάλγησαν
νοσταλγήσαν(ε)
θα νοσταλγήσουν(ε) να νοσταλγήσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω νοσταλγήσει είχα νοσταλγήσει θα έχω νοσταλγήσει να έχω νοσταλγήσει
β' ενικ. έχεις νοσταλγήσει είχες νοσταλγήσει θα έχεις νοσταλγήσει να έχεις νοσταλγήσει
γ' ενικ. έχει νοσταλγήσει είχε νοσταλγήσει θα έχει νοσταλγήσει να έχει νοσταλγήσει
α' πληθ. έχουμε νοσταλγήσει είχαμε νοσταλγήσει θα έχουμε νοσταλγήσει να έχουμε νοσταλγήσει
β' πληθ. έχετε νοσταλγήσει είχατε νοσταλγήσει θα έχετε νοσταλγήσει να έχετε νοσταλγήσει
γ' πληθ. έχουν νοσταλγήσει είχαν νοσταλγήσει θα έχουν νοσταλγήσει να έχουν νοσταλγήσει



Μεταφράσεις
νοσταλγώ

γερμανικά : sich sehnen (de), Heimweh (de) haben
εσθονικά : nostalgitsema (et), koduigatsust tundma (et)
ιταλικά : provare nostalgia (it), mancare (it)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License