ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


νοσηρός

Ελληνικά

Ετυμολογία

νοσηρός < αρχαία ελληνική

Επίθετο

νοσηρός, -ή, -ό

που προκαλεί αρρώστια, επιβλαβής
(μεταφορικά) υπερβολικός, αφύσικος

νοσηρή αγάπη για την πατρίδα


Συγγενικές λέξεις

νοσηρά
νοσηρότητα
νοσηρώς

Μεταφράσεις
νοσηρός

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License