νωρίς
Ελληνικά
Ετυμολογία
νωρίς < μεσαιωνική ελληνική νωρίς < ελληνιστική κοινή ἐνώρως < αρχαία ελληνική ἐν ὥρᾳ
Επίρρημα
νωρίς
εγκαίρως
πρόωρα, πριν από τη στιγμή που αναμένεται, πριν από τη συνηθισμένη ώρα
στην αρχή μιας γνωστής χρονικής περιόδου
πριν από την προσδοκώμενη ώρα
Άλλες μορφές
ενωρίς
Μεταφράσεις
νωρίς
αγγλικά : early (en), έκφραση για την νύχτα: the night is young (en)
γαλλικά : tôt (fr)
γερμανικά : früh (de)
πολωνικά : wcześnie (pl)
πορτογαλικά : cedo (pt)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License