ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


νωπός

Ελληνικά

πτώση ενικός
ονομαστική νωπός νωπή νωπό
γενική νωπού νωπής νωπού
αιτιατική νωπό νωπή νωπό
κλητική νωπέ νωπή νωπό
πτώση πληθυντικός
ονομαστική νωποί νωπές νωπά
γενική νωπών νωπών νωπών
αιτιατική νωπούς νωπές νωπά
κλητική νωποί νωπές νωπά

Ετυμολογία

νωπός < μεσαιωνική ελληνική < νεο- (< νέος) + -ωπός (< ὤψ, γενική: ὠπός)

Προφορά

ΔΦΑ : /nɔ.ˈpɔs/ αρσενικό

ΔΦΑ : /nɔ.ˈpi/ θηλυκό

ΔΦΑ : /nɔ.ˈpɔ/ ουδέτερο

Επίθετο

νωπός, -ή, -ό

φρέσκος
(συνεκδοχικά) που δεν έχει στεγνώσει ακόμη

≈ συνώνυμα: υγρός

(μεταφορικά) πρόσφατος
(για λουλούδια ή καρπούς) φρεσκοκομμένος
(για χώμα) που σκάφτηκε πριν από λίγο

Σύνθετα

νωπογραφία

Μεταφράσεις
νωπός

αγγλικά : fresh (en)
γαλλικά : frais (fr)
νορβηγικά : fersk (no)
πορτογαλικά : fresco (pt)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License