νοοτροπία
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νοοτροπία | οι | νοοτροπίες |
γενική | της | νοοτροπίας | των | νοοτροπιών |
αιτιατική | τη | νοοτροπία | τις | νοοτροπίες |
κλητική | νοοτροπία | νοοτροπίες | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
νοοτροπία < νοο- + τρόπος + -ία < αρχαία ελληνική νόος + τρόπος
Προφορά
ΔΦΑ : /nɔ.ɔ.tɾɔ.ˈpi.a/
Ουσιαστικό
νοοτροπία θηλυκό
ο ιδιαίτερος τρόπος σκέψης ενός ατόμου, μιας ομάδας, ενός λαού· το σύνολο των πεποιθήσεων, των φόβων, των προκαταλήψεων που τελικά καθορίζουν τη συμπεριφορά και τη δράση των ατόμων ή των ομάδων
Μεταφράσεις
νοοτροπία
αγγλικά : mentality (en), mindset (en)
γαλλικά : mentalité (fr)
εσπεράντο : pensmaniero (eo)
ιαπωνικά : 心理 (ja) (shinri), メンタリティー (ja) (mentaritī), 考え方 (ja) (kangaekata)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License