νομοταγής
Ελληνικά (el)
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | νομοταγής | νομοταγής | νομοταγές |
γενική | νομοταγούς | νομοταγούς | νομοταγούς |
αιτιατική | νομοταγή | νομοταγή | νομοταγές |
κλητική | νομοταγή(ής) | νομοταγής | νομοταγές |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | νομοταγείς | νομοταγείς | νομοταγή |
γενική | νομοταγών | νομοταγών | νομοταγών |
αιτιατική | νομοταγείς | νομοταγείς | νομοταγή |
κλητική | νομοταγείς | νομοταγείς | νομοταγή |
Ετυμολογία
νομοταγής < νόμος + ταγ- (< τάσσω) + -ής
Επίθετο
νομοταγής -ής -ές
που υποτάσσεται στους νόμους
οι νομοταγείς πολίτες
Συνώνυμα
νομιμόφρων
Μεταφράσεις
νομοταγής
αγγλικά : law-abiding (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License