ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


νωμίτης

Ελληνικά
Ετυμολογία

νωμίτης < →

Ουσιαστικό

νωμίτης αρσενικό

Το μέρος τού ενδύματος που βρίσκεται στον ώμο ή γύρω από αυτόν
χοντρό ύφασμα που τοποθετούν οι αχθοφόροι στον ώμο προκειμένου να σηκώσουν βάρος πάνω σε αυτόν.

Μεταφράσεις
νωμίτης

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License