ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


νόμιμος

Ελληνικά

Ετυμολογία

νόμιμος < νόμος
Επίθετο

νόμιμος -η -ο

που είναι σύμφωνος με το νόμο

Συγγενικές λέξεις

νομιμοφανής
νομιμόφρων, νομιμόφρονας

Μεταφράσεις
νόμιμος

αγγλικά : legal (en), legitimate (en), lawful (en)
γαλλικά : licite (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License