ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


νωματάρχης

Ελληνικά

↓ πτώσεις ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο νωματάρχης οι νωματάρχες
γενική του νωματάρχη των νωματαρχών
αιτιατική τον νωματάρχη τους νωματάρχες
κλητική νωματάρχη νωματάρχες
Παράρτημα
Ετυμολογία

νωματάρχης < αρχαία ελληνική ἐνωμοτάρχης < ἐνωμοτία (< ἐνώμοτος < ὄμνυμι) + -άρχης (< ἄρχω)

Προφορά

ΔΦΑ : /nɔ.ma.ˈtaɾ.çis/

Ουσιαστικό

νωματάρχης αρσενικό

(παρωχημένο) άλλη μορφή του ενωμοτάρχης

Μεταφράσεις
νωματάρχης

→ δείτε τη λέξη ενωμοτάρχης

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License