νόημα
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νόημα | τα | νοήματα |
γενική | του | νοήματος | των | νοημάτων |
αιτιατική | το | νόημα | τα | νοήματα |
κλητική | νόημα | νοήματα | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
νόημα < αρχαία ελληνική νόημα
Προφορά
ΔΦΑ : /ˈnɔ.i.ma/
Ουσιαστικό
νόημα ουδέτερο
έννοια, σημασία
το νόημα αυτής της φράσης είναι ξεκάθαρο
λογική
αυτό που γράφεις δεν βγάζει νόημα
σημασία, σκοπός, λόγος, αξία
ποιο είναι το νόημα της παρουσίας τους εδώ;
δεν έχει κανένα νόημα να πας τώρα
νεύμα, γνέψιμο
μου έκανε νόημα να μπω
(μεταφορικά) εντός του επιρρηματικού προσδιορισμού που σχηματίζεται με το «με»: έχοντας κάποιο υπονοούμενο, υπονοώντας κάτι
θα ξανάρθω σε μία ώρα - είπε με νόημα
Μεταφράσεις
νόημα
αγγλικά : meaning (en), sense (en), gesture (en)
γαλλικά : intelligence (fr), conception (fr), geste (fr), signe (fr), sens (fr)
γερμανικά : Sinn (de)
ισπανικά : sentido (es)
ιταλικά : cenno (it)
ουγγρικά : értelem (hu)
πολωνικά : sens (pl)
ρουμανικά : înțeles (ro)
σερβικά : смисао (sr)
σουηδικά : nick (sv)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License