νοικοκύρης
Ελληνικά
πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | νοικοκύρης | οι | νοικοκύρηδες & νοικοκυραίοι |
γενική | του | νοικοκύρη | των | νοικοκύρηδων & νοικοκυραίων |
αιτιατική | τον | νοικοκύρη | τους | νοικοκύρηδες & νοικοκυραίους |
κλητική | νοικοκύρη | νοικοκύρηδες & νοικοκυραίοι |
||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
νοικοκύρης < μεσαιωνική ελληνική νοικοκύρης < οἰκοκύρης με ανάπτυξη του [n] από τη συνεκφορά με το άρθρο στην αιτιατική [ton iko - toniko - ton iko] < οἰκοκύριος (αρχαία ελληνική < οἶκος + κύριος)[1]
Προφορά
ΔΦΑ : /ni.kɔˈci.ɾis/
Ουσιαστικό
νοικοκύρης αρσενικό
αυτός που έχει τη διαχείριση της οικονομικής μονάδας του οίκου
※ Σ' αυτό το σπίτι που 'ρθαμε, πέτρα να μην ραγίσει,
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού, χίλια χρόνια να ζήσει (Κάλαντα Χριστουγέννων)
αυτός που φροντίζει για τις εργασίες και την καθημερινή επιμέλεια του οίκου → δείτε τη λέξη νοικοκυρά
είναι πολύ νοικοκύρης· τακτοποιεί τα ρούχα του, τα συρτάρια του
αυτός που αφοσιώνεται στην δουλειά για να φροντίσει την οικογένεια και το σπίτι του
ο γαμπρός μου είναι νοικοκύρης άνθρωπος· τίμιος κι εργατικός
※ Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γένεις νοικοκύρης (Κλέφτικο δημοτικό τραγούδι)
άτομο ευκατάστατο που ανήκει στη μεσαία τάξη, που ενδιαφέρεται για τη σταθερότητα της ζωής του χωρίς αλλαγές
άνοιξε ένα μπαρ στο δρόμο μας, και ανησύχησαν οι νοικοκυραίοι: «θα μαζευτεί εδώ κάθε καρυδιάς καρύδι», είπαν
ιδιοκτήτης σπιτιού που το νοικιάζει
≈ συνώνυμα: σπιτονοικοκύρης
(ιστορία), (ναυτικός όρος) ο προύχοντας νησιώτης και ειδικότερα ναυτικής νήσου
Σημειώσεις
ο πληθυντικός -αίοι ήταν συνώνυμος με τον -ηδες, αλλά πιο λαϊκότροπος. Στο τέλος του 20ου αιώνα, πήρε χαρακτήρα πιο μειωτικό: άτομα βολεμένα, συμβιβασμένα
Συγγενικές λέξεις
νοικοκυρά
νοικοκύρεμα
νοικοκυρεμένος
νοικοκυρεύομαι
νοικοκυρεύω
νοικοκυριό
νοικοκυρίστικος
νοικοκυρούλα
νοικοκυροσύνη
Σύνθετα
νοικοκυροκόριτσο
νοικοκυρόπαιδο
σπιτονοικοκύρης
Μεταφράσεις
νοικοκύρης
γαλλικά : chef de famille (fr)
γερμανικά : Hausherr (de), Hausmann (de), Hauswirt (de), Vermieter (de)
Αναφορές
νοικοκύρης στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License