νωχελικός
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | νωχελικός | νωχελική | νωχελικό |
γενική | νωχελικού | νωχελικής | νωχελικού |
αιτιατική | νωχελικό | νωχελική | νωχελικό |
κλητική | νωχελικέ | νωχελική | νωχελικό |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | νωχελικοί | νωχελικές | νωχελικά |
γενική | νωχελικών | νωχελικών | νωχελικών |
αιτιατική | νωχελικούς | νωχελικές | νωχελικά |
κλητική | νωχελικοί | νωχελικές | νωχελικά |
Ετυμολογία
νωχελικός < επίθετο νωχελής + επίθημα -ικός
Επίθετο
νωχελικός, -ή, -ό
που χαρακτηρίζεται από νωχέλεια
αυτός που γίνεται με αργές κινήσεις
Μεταφράσεις
νωχελικός
γαλλικά : nonchalant (fr), indolent (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License