ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


νηστευτής

Ελληνικά


 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νηστευτής οι νηστευτές
      γενική του νηστευτή των νηστευτών
    αιτιατική τον νηστευτή τους νηστευτές
     κλητική νηστευτή νηστευτές
Παράρτημα

Ετυμολογία

νηστευτής < → λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

νηστευτής αρσενικό

Άνθρωπος που απέχει από συγκεκριμένα τρόφιμα κατά τις περίοδους που καθορίζει η Εκκλησία.

Μεταφράσεις
νηστευτής

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License