νηπιώδης
Ελληνικά
Ετυμολογία
νηπιώδης < νήπιον + -ώδης
Επίθετο
νηπιώδης, -ης, -ες
που αναφέρεται στα νήπια
που ταιριάζει σε νήπια (και όχι σε ώριμους ανθρώπους)
νηπιώδης πολιτική σκέψη
Συνώνυμα
νηπιακός
Μεταφράσεις
νηπιώδης
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License