νηπιακός
Ελληνικά (el)
Ετυμολογία
νηπιακός < →
Επίθετο
νηπιακός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε νήπιο
νηπιακή ηλικία, η περίοδος τής ζωής τού παιδιού από το 2-ο εως 6-0 έτος ηλικίας (ανάμεσα στη βρεφική και παιδική ηλικία)
Μεταφράσεις
νηπιακός
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License