νιώθω
Ελληνικά
Ετυμολογία
νιώθω < μεσαιωνική ελληνική νιώθω < αρχαία ελληνική γιγνώσκω
Προφορά
ΔΦΑ : /ˈɲɔ.θɔ/
Ρήμα
νιώθω
δοκιμάζω ένα συναίσθημα
≈ συνώνυμα: αισθάνομαι
νιώθω ντροπή, νιώθω πόνο
αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω
νιώθεις τι είναι αυτά που λες;
προαισθάνομαι
νιώθω τον κίνδυνο
(αμετάβατο) αντιλαμβάνομαι κατά ένα ορισμένο τρόπο την ψυχολογική μου κατάσταση ή τις σωματικές μου δυνάμεις και την κατάσταση της υγείας μου
Πώς νιώθεις τώρα; -Πολύ καλύτερα, ευχαριστώ.
Άλλες μορφές
(παρωχημένο) νοιώθω
(παρωχημένο) (ιδιωματικό) νιώνω
Συγγενικές λέξεις
νιώσιμο
→ δείτε τη λέξη γνωρίζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | νιώθω | ένιωθα | θα νιώθω | να νιώθω | νιώθοντας | |
β' ενικ. | νιώθεις | ένιωθες | θα νιώθεις | να νιώθεις | νιώθε | |
γ' ενικ. | νιώθει | ένιωθε | θα νιώθει | να νιώθει | ||
α' πληθ. | νιώθουμε | νιώθαμε | θα νιώθουμε | να νιώθουμε | ||
β' πληθ. | νιώθετε | νιώθατε | θα νιώθετε | να νιώθετε | νιώθετε | |
γ' πληθ. | νιώθουν(ε) | ένιωθαν νιώθαν(ε) |
θα νιώθουν(ε) | να νιώθουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ένιωσα | θα νιώσω | να νιώσω | νιώσει | ||
β' ενικ. | ένιωσες | θα νιώσεις | να νιώσεις | νιώσε | ||
γ' ενικ. | ένιωσε | θα νιώσει | να νιώσει | |||
α' πληθ. | νιώσαμε | θα νιώσουμε | να νιώσουμε | |||
β' πληθ. | νιώσατε | θα νιώσετε | να νιώσετε | νιώστε | ||
γ' πληθ. | ένιωσαν νιώσαν(ε) |
θα νιώσουν(ε) | να νιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω νιώσει | είχα νιώσει | θα έχω νιώσει | να έχω νιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις νιώσει | είχες νιώσει | θα έχεις νιώσει | να έχεις νιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει νιώσει | είχε νιώσει | θα έχει νιώσει | να έχει νιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε νιώσει | είχαμε νιώσει | θα έχουμε νιώσει | να έχουμε νιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε νιώσει | είχατε νιώσει | θα έχετε νιώσει | να έχετε νιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν νιώσει | είχαν νιώσει | θα έχουν νιώσει | να έχουν νιώσει |
|
Μεταφράσεις
νιώθω
αγγλικά : feel (en), sense (en)
γαλλικά : sentir (fr), ressentir (fr)
ισπανικά : sentir (es), sentirse (es)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License