νευρικότητα
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νευρικότητα | οι | νευρικότητες |
γενική | της | νευρικότητας | των | νευρικοτήτων |
αιτιατική | τη | νευρικότητα | τις | νευρικότητες |
κλητική | νευρικότητα | νευρικότητες | ||
Παράρτημα |
ο πληθυντικός είναι δημώδης
Ετυμολογία
νευρικότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
νευρικότητα θηλυκό
η ιδιότητα του νευρικού, ψυχική υπερένταση, αναστάτωση
(μεταφορικά ή κυριολεκτικά) αμηχανία
(μεταφορικά), (οικονομία) για τιμές ή συμπεριφορές που δεν έχουν κατασταλάξει στην αγορά
(τεχνολογία) νευρωτικότητα καταγραφής πληροφορίας (δεδομένων ή οπτικοακουστικής), τζιτάρισμα
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
νευρικότητα
αγγλικά : nervousness (en), nervosity (en)
γαλλικά : nervosité (fr)
ισπανικά : nerviosismo (es)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License