νευρικός
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | νευρικός | νευρική | νευρικό |
γενική | νευρικού | νευρικής | νευρικού |
αιτιατική | νευρικό | νευρική | νευρικό |
κλητική | νευρικέ | νευρική | νευρικό |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | νευρικοί | νευρικές | νευρικά |
γενική | νευρικών | νευρικών | νευρικών |
αιτιατική | νευρικούς | νευρικές | νευρικά |
κλητική | νευρικοί | νευρικές | νευρικά |
Ετυμολογία
νευρικός < νεύρο + -ικός < αρχαία ελληνική νεῦρον / νεῦρα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική neural)
Προφορά
ΔΦΑ : /nε.vɾi.ˈkɔs/
Επίθετο
νευρικός, -ή, -ό
(βιολογία) (ανατομία) που έχει σχέση με το νεύρο ή αναφέρεται σ’ αυτό
Ουσιαστικό
νευρικός αρσενικό (θηλυκό: νευρική & (προφορικό) νευρικιά)
αυτός που νευριάζει εύκολα, που δεν παραμένει ψύχραιμος
(κατ' επέκταση) ανήσυχος
(ουσιαστικοποιημένο) νευρικό: ανησυχία, σπαστικές ή νευρικές κινήσεις ή εκδηλώσεις
Αντώνυμα
ήρεμος
ήσυχος
Συγγενικές λέξεις
νευρικά
νευρικώς
→ δείτε τη λέξη νεύρο
Μεταφράσεις
που σχετίζεται με το νεύρο
αγγλικά : nervous (en), neural (en)
γαλλικά : nerveux (fr)
γερμανικά : nerval (de)
ιταλικά : nervoso (it)
πορτογαλικά : nervoso (pt)
που δεν είναι ψύχραιμος
αγγλικά : nervous (en), nervy (en), jumpy (en)
γαλλικά : nerveux (fr)
γερμανικά : nervös (de)
εσπεράντο : nervoza (eo)
ιταλικά : nervoso (it)
λατινικά : iracundus (la)
πορτογαλικά : nervoso (pt)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | νευρικός | νευρική | νευρικόν | νευρικοί | νευρικαί | νευρικά |
Γενική | νευρικοῦ | νευρικῆς | νευρικοῦ | νευρικῶν | νευρικῶν | νευρικῶν |
Δοτική | νευρικῷ | νευρικῇ | νευρικῷ | νευρικοῖς | νευρικαῖς | νευρικοῖς |
Αιτιατική | νευρικόν | νευρικήν | νευρικόν | νευρικούς | νευρικάς | νευρικά |
Κλητική | νευρικέ | νευρική | νευρικόν | νευρικοί | νευρικαί | νευρικά |
Δυικός | Αρσενικό-Ουδέτερο | Θηλυκό | ||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | νευρικώ | νευρικά | ||||
Γενική-Δοτική | νευρικοῖν | νευρικαῖν |
Ετυμολογία
νευρικός < νεῦρον / νεῦρα + -ικός
Επίθετο
νευρικός, -ή, -όν
(ελληνιστική κοινή) (ιατρική) που πάσχει όσον αφορά τα νεύρα ή τους τένοντες
Συγγενικές λέξεις
→ δείτε τις λέξεις νεῦρον και νεῦρα
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License