νεύμα
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νεύμα | τα | νεύματα |
γενική | του | νεύματος | των | νευμάτων |
αιτιατική | το | νεύμα | τα | νεύματα |
κλητική | νεύμα | νεύματα | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
νεύμα < αρχαία ελληνική νεῦμα < νεύω
Ουσιαστικό
νεύμα ουδέτερο
επικοινωνία χάρη σε ελαφρές κινήσεις του κεφαλιού, των ματιών ή των χεριών
Συγγενικές λέξεις
→ δείτε τη λέξη νεύω
Συνώνυμα
γνέψιμο
νόημα
Μεταφράσεις
νεύμα
γαλλικά : hochement de tête (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License