νερόβραστος
Ελληνικά (el)
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | νερόβραστος | νερόβραστη | νερόβραστο |
γενική | νερόβραστου | νερόβραστης | νερόβραστου |
αιτιατική | νερόβραστο | νερόβραστη | νερόβραστο |
κλητική | νερόβραστε | νερόβραστη | νερόβραστο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | νερόβραστοι | νερόβραστες | νερόβραστα |
γενική | νερόβραστων | νερόβραστων | νερόβραστων |
αιτιατική | νερόβραστους | νερόβραστες | νερόβραστα |
κλητική | νερόβραστοι | νερόβραστες | νερόβραστα |
Ετυμολογία
νερόβραστος < νερό- + βραστ(ός) + -ος
Επίθετο
νερόβραστος
(κυριολεκτικά) που έχει βράσει σε νερό, χωρίς λάδι
(κατ' επέκταση) άνοστος
(μεταφορικά) για άνθρωπο χωρίς ενεργητικότητα, ζωντάνια, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον
≈ συνώνυμα: άνοστος, λαπάς
Συγγενικές λέξεις
νερόβραστα
→ δείτε τις λέξεις νερό και βράζω
Μεταφράσεις
νερόβραστος
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License