νεόπλουτος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | νεόπλουτος | νεόπλουτη | νεόπλουτο |
γενική | νεόπλουτου | νεόπλουτης | νεόπλουτου |
αιτιατική | νεόπλουτο | νεόπλουτη | νεόπλουτο |
κλητική | νεόπλουτε | νεόπλουτη | νεόπλουτο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | νεόπλουτοι | νεόπλουτες | νεόπλουτα |
γενική | νεόπλουτων | νεόπλουτων | νεόπλουτων |
αιτιατική | νεόπλουτους | νεόπλουτες | νεόπλουτα |
κλητική | νεόπλουτοι | νεόπλουτες | νεόπλουτα |
Ετυμολογία
νεόπλουτος < αρχαία ελληνική νεόπλουτος. Συγχρονικά αναλύεται σε νεό- + πλούτ(ος) + -ος
Επίθετο
νεόπλουτος, -η, -ο
που έχει αποκτήσει πρόσφατα μεγάλη περιουσία
(κακόσημο) που απόκτησε σε σύντομο διάστημα σημαντικό πλούτο και ανέβηκε κοινωνικά, χωρίς να αποκτήσει παράλληλα και τους τρόπους συμπεριφοράς της «ανώτερης» κοινωνικά τάξης
Αντώνυμα
νεόπτωχος
Συγγενικές λέξεις
νεοπλουτικός
νεοπλουτισμός
νεοπλουτίστικος
→ δείτε τις λέξεις νέος και πλούτος
Ουσιαστικό
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | νεόπλουτος | οι | νεόπλουτοι |
γενική | του | νεόπλουτου | των | νεόπλουτων |
αιτιατική | τον | νεόπλουτο | τους | νεόπλουτους |
κλητική | νεόπλουτε | νεόπλουτοι | ||
Παράρτημα |
Παράρτημα
νεόπλουτος αρσενικό (θηλυκό νεόπλουτη)
νεόπλουτος
Μεταφράσεις
νεόπλουτος
αγγλικά : new money (en), nouveau riche (en), parvenu (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License