νεόνυμφος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | νεόνυμφος | νεόνυμφη | νεόνυμφο |
γενική | νεόνυμφου | νεόνυμφης | νεόνυμφου |
αιτιατική | νεόνυμφο | νεόνυμφη | νεόνυμφο |
κλητική | νεόνυμφε | νεόνυμφη | νεόνυμφο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | νεόνυμφοι | νεόνυμφες | νεόνυμφα |
γενική | νεόνυμφων | νεόνυμφων | νεόνυμφων |
αιτιατική | νεόνυμφους | νεόνυμφες | νεόνυμφα |
κλητική | νεόνυμφοι | νεόνυμφες | νεόνυμφα |
Ετυμολογία
νεόνυμφος < ελληνιστική κοινή νεόνυμφος < αρχαία ελληνική νέος + νύμφη + -ος
Προφορά
ΔΦΑ : /nεˈɔ.nim.fɔs/
συλλαβισμός : νε‐ό‐νυμ‐φος
Επίθετο
νεόνυμφος, -η, -ο
που έχει πρόσφατα παντρευτεί
Συνώνυμα
νεοπαντρεμένος
νιόπαντρος
Συγγενικές λέξεις
→ δείτε τις λέξεις νέος και νύφη
Μεταφράσεις
νεόνυμφος
→ δείτε τη λέξη νιόπαντρος
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License